- σόπρα
- Ν1. ναυτ. επάνω2. φρ. «παίρνω σόπρα»ναυτ. προλαβαίνω τον άνεμο, σοπράρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sopra «πάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
παροκέτο — και παρουκέτο, το ναυτ. 1. το δολώνιο 2. φρ. α) «τσιμπούκι τού παροκέτου» το επιστήλιο τού δολωνίου β) «σόπρα παροκέτο» ανακωχή με το δολώνιο γ) «μπούκα παροκέτο» άλλαξε τους πρωραίους ολκούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parocchetto] … Dictionary of Greek
σοπράρω — Ν [σόπρα] προλαβαίνω τον άνεμο ή πηγαίνω αντίθετα με τον άνεμο … Dictionary of Greek
Καζανάτα, Τζιρόλαμο — (Girolamo Casanata, Νάπολη 1620 – Ρώμη 1700). Ιταλός καρδινάλιος, θεολόγος και πολιτικός. Υπηρέτησε ως κυβερνήτης της Σαμπίνα (1648), της Ανκόνα (1656), ως μέλος της Ιεράς Εξέτασης στη Μάλτα (1658), ενώ το 1693 διορίστηκε βιβλιοθηκάριος της… … Dictionary of Greek